- сблизить
- сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•
сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•
сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•
сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.
|| συνδέω• συνδυάζω•сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•
сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.
|| συνδέω, ενώνω•одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.
2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•
сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.
сблизиться1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.